Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μεσσήνη
Μεσσήνιος
μεσσογενής
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεσσοπαγής
μέσσορος
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
View word page
μέστωμα
fullness

ShortDef

fullness

Debugging

Headword:
μέστωμα
Headword (normalized):
μέστωμα
Headword (normalized/stripped):
μεστωμα
IDX:
55968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55969
Key:

Data

{'content': 'fullness'}