Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μεσσηΐς
Μεσσήνη
Μεσσήνιος
μεσσογενής
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεσσοπαγής
μέσσορος
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
μετά
μεταβαίνω
View word page
μεστόω
to fill full of
ShortDef
to fill full of
Debugging
Headword:
μεστόω
Headword (normalized):
μεστόω
Headword (normalized/stripped):
μεστοω
IDX:
55967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55968
Key:
Data
{'content': 'to fill full of'}