Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μεσσάπιος
μέσσατος
Μεσσηΐς
Μεσσήνη
Μεσσήνιος
μεσσογενής
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεσσοπαγής
μέσσορος
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
μέσφα
μέσφι
μεσῳδικός
μεσῳδός
μέσωρος
View word page
μεστός
full, filled, filled full

ShortDef

full, filled, filled full

Debugging

Headword:
μεστός
Headword (normalized):
μεστός
Headword (normalized/stripped):
μεστος
IDX:
55965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55966
Key:

Data

{'content': 'full, filled, filled full'}