Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεσπιλώδης
μέσπλη
Μέσσα
Μεσσάλας
Μεσσάνιος
Μεσσάπιος
μέσσατος
Μεσσηΐς
Μεσσήνη
Μεσσήνιος
μεσσογενής
μεσσόθεν
μεσσόθι
μεσσοπαγής
μέσσορος
μεστός
μεστότης
μεστόω
μέστωμα
μέστωσις
μεσύμνιον
View word page
μεσσογενής
middle-aged
ShortDef
middle-aged
Debugging
Headword:
μεσσογενής
Headword (normalized):
μεσσογενής
Headword (normalized/stripped):
μεσσογενης
IDX:
55960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55961
Key:
Data
{'content': 'middle-aged'}