Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσουράνιος
μεσούριον
μέσουροι
μεσοφάλακρος
μεσοφανής
μεσοφαράγγιον
μεσόφθαλμος
μεσοφλέβιον
μεσόφρυον
μεσόχθων
μεσόχλοος
μεσόχορος
μεσοχρόνιος
μεσόχροος
μεσόχωρος
μεσόω
μεσπίλη
μέσπιλον
μεσπιλώδης
μέσπλη
Μέσσα
View word page
μεσόχλοος
greenish

ShortDef

greenish

Debugging

Headword:
μεσόχλοος
Headword (normalized):
μεσόχλοος
Headword (normalized/stripped):
μεσοχλοος
IDX:
55942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55943
Key:

Data

{'content': 'greenish'}