Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
ἀναδενδρομαλάχη
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδεσμεύω
ἀναδέσμη
ἀνάδεσμος
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδηγμα
ἀνάδηλος
ἀνάδημα
ἀνάδηξις
ἀναδιδακτέον
ἀναδιδάσκω
View word page
ἀνάδεσμος
bandage
ShortDef
bandage
Debugging
Headword:
ἀνάδεσμος
Headword (normalized):
ἀνάδεσμος
Headword (normalized/stripped):
αναδεσμος
IDX:
5592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5593
Key:
Data
{'content': 'bandage'}