Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσοστύλιον
μεσοσυλλαβέω
μεσοσυλλαβία
μεσόσφαιρος
μεσοσχιδής
μεσοταγής
μεσοτείχιος
μεσότης
μεσότοιχον
μεσότοιχος
μεσοτομέω
μεσότομος
μεσοτριβακόν
μεσοτριβής
μεσότυχος
μεσουρανέω
μεσουράνημα
μεσουράνησις
μεσουράνιος
μεσούριον
μέσουροι
View word page
μεσοτομέω
to cut through the middle, cut in twain, bisect

ShortDef

to cut through the middle, cut in twain, bisect

Debugging

Headword:
μεσοτομέω
Headword (normalized):
μεσοτομέω
Headword (normalized/stripped):
μεσοτομεω
IDX:
55924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55925
Key:

Data

{'content': 'to cut through the middle, cut in twain, bisect'}