Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
ἀναδενδρομαλάχη
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδεσμεύω
ἀναδέσμη
ἀνάδεσμος
ἀνάδετος
ἀναδεύω
ἀναδέχομαι
ἀναδέω
ἀνάδηγμα
ἀνάδηλος
ἀνάδημα
ἀνάδηξις
View word page
ἀναδεσμεύω
tie up, suspend

ShortDef

tie up, suspend

Debugging

Headword:
ἀναδεσμεύω
Headword (normalized):
ἀναδεσμεύω
Headword (normalized/stripped):
αναδεσμευω
IDX:
5590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5591
Key:

Data

{'content': 'tie up, suspend'}