Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
μεσόρομβος
μεσορραγής
μέσος
μεσοσέληνον
μεσοστάτης
μεσόστενος
μεσοστύλιον
View word page
μεσόπτωτα
inflected in the middle

ShortDef

inflected in the middle

Debugging

Headword:
μεσόπτωτα
Headword (normalized):
μεσόπτωτα
Headword (normalized/stripped):
μεσοπτωτα
IDX:
55904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55905
Key:

Data

{'content': 'inflected in the middle'}