Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
μεσόρομβος
μεσορραγής
μέσος
View word page
μεσοπόρος
going in the middle

ShortDef

going in the middle

Debugging

Headword:
μεσοπόρος
Headword (normalized):
μεσοπόρος
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορος
IDX:
55900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55901
Key:

Data

{'content': 'going in the middle'}