Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
μεσόρομβος
μεσορραγής
View word page
μεσοπορικόν
half-way station

ShortDef

half-way station

Debugging

Headword:
μεσοπορικόν
Headword (normalized):
μεσοπορικόν
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορικον
IDX:
55899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55900
Key:

Data

{'content': 'half-way station'}