Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσόνεοι
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
μεσόπτωτα
μεσοπύγιον
μεσοπύλη
μεσοπύργιον
View word page
μεσοπορέω
to be half-way

ShortDef

to be half-way

Debugging

Headword:
μεσοπορέω
Headword (normalized):
μεσοπορέω
Headword (normalized/stripped):
μεσοπορεω
IDX:
55897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55898
Key:

Data

{'content': 'to be half-way'}