Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσόμακρος
μεσομηνία
μεσομήρια
μεσόμφαλος
μεσόνεοι
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
μεσοποτάμιος
μεσοπτερύγια
View word page
μεσόπλατος
broad in the middle

ShortDef

broad in the middle

Debugging

Headword:
μεσόπλατος
Headword (normalized):
μεσόπλατος
Headword (normalized/stripped):
μεσοπλατος
IDX:
55893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55894
Key:

Data

{'content': 'broad in the middle'}