Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσόλευκος
μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομηνία
μεσομήρια
μεσόμφαλος
μεσόνεοι
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
μεσοπερσικός
μεσόπλατος
μεσοπλεύριος
μεσόπλουτος
μεσοπόντιος
μεσοπορέω
μεσοπορία
μεσοπορικόν
μεσοπόρος
μεσοπόρφυρος
View word page
μεσοπαγής
fixed up to the middle

ShortDef

fixed up to the middle

Debugging

Headword:
μεσοπαγής
Headword (normalized):
μεσοπαγής
Headword (normalized/stripped):
μεσοπαγης
IDX:
55891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55892
Key:

Data

{'content': 'fixed up to the middle'}