Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
μεσοκύνιον
μεσόκωλον
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσολάβησις
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομηνία
μεσομήρια
μεσόμφαλος
μεσόνεοι
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
μεσοπαγής
View word page
μεσόλευκος
middling white
ShortDef
middling white
Debugging
Headword:
μεσόλευκος
Headword (normalized):
μεσόλευκος
Headword (normalized/stripped):
μεσολευκος
IDX:
55881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55882
Key:
Data
{'content': 'middling white'}