Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
μεσοκύνιον
μεσόκωλον
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσολάβησις
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομηνία
μεσομήρια
μεσόμφαλος
μεσόνεοι
μεσονεφής
μεσονύκτιος
μεσόνυξ
View word page
μεσόλαβος
mesolabe

ShortDef

mesolabe

Debugging

Headword:
μεσόλαβος
Headword (normalized):
μεσόλαβος
Headword (normalized/stripped):
μεσολαβος
IDX:
55880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55881
Key:

Data

{'content': 'mesolabe'}