Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
μεσόκοιλος
μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
μεσοκύνιον
μεσόκωλον
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσολάβησις
μεσόλαβος
μεσόλευκος
μεσομάζιον
μεσόμακρος
μεσομηνία
μεσομήρια
View word page
μεσοκύνιον
pastern

ShortDef

pastern

Debugging

Headword:
μεσοκύνιον
Headword (normalized):
μεσοκύνιον
Headword (normalized/stripped):
μεσοκυνιον
IDX:
55875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55876
Key:

Data

{'content': 'pastern'}