Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
μεσόκοιλος
μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
μεσοκύνιον
μεσόκωλον
μεσολαβέω
μεσολαβής
μεσολάβησις
μεσόλαβος
View word page
μεσόκοπος
of middle size
ShortDef
of middle size
Debugging
Headword:
μεσόκοπος
Headword (normalized):
μεσόκοπος
Headword (normalized/stripped):
μεσοκοπος
IDX:
55870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55871
Key:
Data
{'content': 'of middle size'}