Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
μεσόκοιλος
μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
μεσοκύνιον
View word page
μεσόθριξ
having middling hair

ShortDef

having middling hair

Debugging

Headword:
μεσόθριξ
Headword (normalized):
μεσόθριξ
Headword (normalized/stripped):
μεσοθριξ
IDX:
55865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55866
Key:

Data

{'content': 'having middling hair'}