Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκλαστος
μεσοκνήμιον
μεσόκοιλος
μεσόκοπος
μεσοκουράδες
μεσόκουρος
μεσόκρανον
μεσοκρινής
View word page
μεσόζευγμα
a word which belongs equally to what precedes and to what follows

ShortDef

a word which belongs equally to what precedes and to what follows

Debugging

Headword:
μεσόζευγμα
Headword (normalized):
μεσόζευγμα
Headword (normalized/stripped):
μεσοζευγμα
IDX:
55864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55865
Key:

Data

{'content': 'a word which belongs equally to what precedes and to what follows'}