Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαια
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοειδής
μεσόζευγμα
μεσόθριξ
μέσοι
μεσόκλαστος
View word page
μεσόγραφος
drawn in the middle

ShortDef

drawn in the middle

Debugging

Headword:
μεσόγραφος
Headword (normalized):
μεσόγραφος
Headword (normalized/stripped):
μεσογραφος
IDX:
55857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55858
Key:

Data

{'content': 'drawn in the middle'}