Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαια
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
μεσόγραφος
μεσοδάκτυλον
μεσοδάκτυλος
μεσοδερκής
μεσόδμη
μεσόδοκον
μεσοειδής
μεσόζευγμα
View word page
μεσογάστωρ
one who is amidships

ShortDef

one who is amidships

Debugging

Headword:
μεσογάστωρ
Headword (normalized):
μεσογάστωρ
Headword (normalized/stripped):
μεσογαστωρ
IDX:
55854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55855
Key:

Data

{'content': 'one who is amidships'}