Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
Μέσθλης
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαια
μεσόγαιος
μεσογάστωρ
μεσογεωτικός
μεσογονάτιον
View word page
μεσίτης
a mediator, umpire, arbitrator

ShortDef

a mediator, umpire, arbitrator

Debugging

Headword:
μεσίτης
Headword (normalized):
μεσίτης
Headword (normalized/stripped):
μεσιτης
IDX:
55846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55847
Key:

Data

{'content': 'a mediator, umpire, arbitrator'}