Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσημβριάζω
μεσημβρινός
μεσήμβριον
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
Μέσθλης
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
μεσοβασίλειος
μεσοβασιλεύς
μεσόβιος
μεσόβραχυς
μεσόγαια
View word page
μεσίδιος
middle

ShortDef

middle

Debugging

Headword:
μεσίδιος
Headword (normalized):
μεσίδιος
Headword (normalized/stripped):
μεσιδιος
IDX:
55842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55843
Key:

Data

{'content': 'middle'}