Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
ἀναδενδρομαλάχη
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδεσμεύω
ἀναδέσμη
ἀνάδεσμος
ἀνάδετος
View word page
ἀναδενδραδικός
for ἀναδενδράς, a vine that grows up trees
ShortDef
for ἀναδενδράς, a vine that grows up trees
Debugging
Headword:
ἀναδενδραδικός
Headword (normalized):
ἀναδενδραδικός
Headword (normalized/stripped):
αναδενδραδικος
IDX:
5583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5584
Key:
Data
{'content': 'for ἀναδενδράς, a vine that grows up trees'}