Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβρινός
μεσήμβριον
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
Μέσθλης
μεσίδιον
μεσίδιος
μεσιδιόω
μεσιτεία
μεσιτεύω
μεσίτης
μεσοβασιλεία
View word page
μεσηρεύω
to be neutral

ShortDef

to be neutral

Debugging

Headword:
μεσηρεύω
Headword (normalized):
μεσηρεύω
Headword (normalized/stripped):
μεσηρευω
IDX:
55837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55838
Key:

Data

{'content': 'to be neutral'}