Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβρινός
μεσήμβριον
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
Μέσθλης
μεσίδιον
μεσίδιος
View word page
μεσημβριάζω
to pass the noon

ShortDef

to pass the noon

Debugging

Headword:
μεσημβριάζω
Headword (normalized):
μεσημβριάζω
Headword (normalized/stripped):
μεσημβριαζω
IDX:
55832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55833
Key:

Data

{'content': 'to pass the noon'}