Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβρινός
μεσήμβριον
μεσημέριος
μεσήπειρος
μεσηρεύω
μεσήρης
μέσης
Μέσθλης
View word page
μεσῆλιξ
middle-aged

ShortDef

middle-aged

Debugging

Headword:
μεσῆλιξ
Headword (normalized):
μεσῆλιξ
Headword (normalized/stripped):
μεσηλιξ
IDX:
55830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55831
Key:

Data

{'content': 'middle-aged'}