Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
μεσημβρινός
μεσήμβριον
μεσημέριος
μεσήπειρος
View word page
μεσεύω
to keep the middle
ShortDef
to keep the middle
Debugging
Headword:
μεσεύω
Headword (normalized):
μεσεύω
Headword (normalized/stripped):
μεσευω
IDX:
55826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55827
Key:
Data
{'content': 'to keep the middle'}