Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέσαυλος
μεσαύχην
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
μεσεμβολέω
μεσεμβόλημα
μεσεμβόλησις
μεσέμβολος
μεσεντέριον
μεσέρκειος
μεσευθύς
μεσεύω
μέση
μεσηγύ
μεσήεις
μεσῆλιξ
μεσημβρία
μεσημβριάζω
View word page
μεσέμβολος
intercepted
ShortDef
intercepted
Debugging
Headword:
μεσέμβολος
Headword (normalized):
μεσέμβολος
Headword (normalized/stripped):
μεσεμβολος
IDX:
55822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55823
Key:
Data
{'content': 'intercepted'}