Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
ἀναδενδρομαλάχη
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδεσμεύω
ἀναδέσμη
View word page
ἀνάδελφος
without brother
ShortDef
without brother
Debugging
Headword:
ἀνάδελφος
Headword (normalized):
ἀνάδελφος
Headword (normalized/stripped):
αναδελφος
IDX:
5581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5582
Key:
Data
{'content': 'without brother'}