Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
μεσαῖος
μεσαιπόλιος
μέσακλον
μεσακόθεν
μέσακτος
μεσαύλιον
Μεσαύλιος
μέσαυλος
μεσαύχην
μεσεγγυάω
μεσεγγύη
μεσεγγύημα
μεσεγγυόομαι
μεσέγγυος
View word page
μεσακόθεν
in the midst, between

ShortDef

in the midst, between

Debugging

Headword:
μεσακόθεν
Headword (normalized):
μεσακόθεν
Headword (normalized/stripped):
μεσακοθεν
IDX:
55808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55809
Key:

Data

{'content': 'in the midst, between'}