Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
μεσαῖος
μεσαιπόλιος
μέσακλον
μεσακόθεν
μέσακτος
View word page
μέσαβον
a leathern strap
ShortDef
a leathern strap
Debugging
Headword:
μέσαβον
Headword (normalized):
μέσαβον
Headword (normalized/stripped):
μεσαβον
IDX:
55799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55800
Key:
Data
{'content': 'a leathern strap'}