Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
μεσαῖος
μεσαιπόλιος
μέσακλον
View word page
μέροψ
dividing the voice
ShortDef
dividing the voice
Merops
Debugging
Headword:
μέροψ
Headword (normalized):
μέροψ
Headword (normalized/stripped):
μεροψ
IDX:
55797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55798
Key:
Data
{'content': 'dividing the voice'}