Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
μεσαῖος
μεσαιπόλιος
View word page
μέρος
a part, share
ShortDef
a part, share
Debugging
Headword:
μέρος
Headword (normalized):
μέρος
Headword (normalized/stripped):
μερος
IDX:
55796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55797
Key:
Data
{'content': 'a part, share'}