Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
μεσάζω
View word page
μεροποιός
creating parts

ShortDef

creating parts

Debugging

Headword:
μεροποιός
Headword (normalized):
μεροποιός
Headword (normalized/stripped):
μεροποιος
IDX:
55794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55795
Key:

Data

{'content': 'creating parts'}