Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
μεσάδιος
View word page
μεροπήϊος
human
ShortDef
human
Debugging
Headword:
μεροπήϊος
Headword (normalized):
μεροπήϊος
Headword (normalized/stripped):
μεροπηιος
IDX:
55793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55794
Key:
Data
{'content': 'human'}