Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
μεσάγριος
View word page
Μερόπη
Merope
ShortDef
Merope
Debugging
Headword:
Μερόπη
Headword (normalized):
μερόπη
Headword (normalized/stripped):
μεροπη
IDX:
55792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55793
Key:
Data
{'content': 'Merope'}