Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
μέσαβον
μεσαβόω
μεσάγκυλον
View word page
Μερόλας
Merula
ShortDef
Merula
Debugging
Headword:
Μερόλας
Headword (normalized):
μερόλας
Headword (normalized/stripped):
μερολας
IDX:
55791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55792
Key:
Data
{'content': 'Merula'}