Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
μέροψ
Μέροψ
View word page
μέρμις
a cord, string, rope

ShortDef

a cord, string, rope

Debugging

Headword:
μέρμις
Headword (normalized):
μέρμις
Headword (normalized/stripped):
μερμις
IDX:
55788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55789
Key:

Data

{'content': 'a cord, string, rope'}