Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
μέρος
View word page
μερμηρίζω
to be full of cares, to be anxious

ShortDef

to be full of cares, to be anxious

Debugging

Headword:
μερμηρίζω
Headword (normalized):
μερμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
μερμηριζω
IDX:
55786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55787
Key:

Data

{'content': 'to be full of cares, to be anxious'}