Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
μεροποσπόρος
View word page
μέρμηρα
care, trouble

ShortDef

care, trouble

Debugging

Headword:
μέρμηρα
Headword (normalized):
μέρμηρα
Headword (normalized/stripped):
μερμηρα
IDX:
55785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55786
Key:

Data

{'content': 'care, trouble'}