Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
μεροποιός
View word page
Μέρμερος
Mermerus
ShortDef
causing anxiety, mischievous, baneful
Mermerus
Debugging
Headword:
Μέρμερος
Headword (normalized):
μέρμερος
Headword (normalized/stripped):
μερμερος
IDX:
55784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55785
Key:
Data
{'content': 'Mermerus'}