Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
μεροπήϊος
View word page
μέρμερος
causing anxiety, mischievous, baneful
ShortDef
causing anxiety, mischievous, baneful
Mermerus
Debugging
Headword:
μέρμερος
Headword (normalized):
μέρμερος
Headword (normalized/stripped):
μερμερος
IDX:
55783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55784
Key:
Data
{'content': 'causing anxiety, mischievous, baneful'}