Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
Μερόπη
View word page
Μερμερίδης
son of Mermesus

ShortDef

son of Mermesus

Debugging

Headword:
Μερμερίδης
Headword (normalized):
μερμερίδης
Headword (normalized/stripped):
μερμεριδης
IDX:
55782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55783
Key:

Data

{'content': 'son of Mermesus'}