Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
Μερόλας
View word page
μερίτης
a partaker in, joint owner

ShortDef

a partaker in, joint owner

Debugging

Headword:
μερίτης
Headword (normalized):
μερίτης
Headword (normalized/stripped):
μεριτης
IDX:
55781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55782
Key:

Data

{'content': 'a partaker in, joint owner'}