Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
μέρμνος
View word page
μεριτεύομαι
divide among themselves

ShortDef

divide among themselves

Debugging

Headword:
μεριτεύομαι
Headword (normalized):
μεριτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεριτευομαι
IDX:
55780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55781
Key:

Data

{'content': 'divide among themselves'}