Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
μερμίλλων
μέρμις
Μερμνάδαι
View word page
μεριτεία
division
ShortDef
division
Debugging
Headword:
μεριτεία
Headword (normalized):
μεριτεία
Headword (normalized/stripped):
μεριτεια
IDX:
55779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55780
Key:
Data
{'content': 'division'}