Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
μερμηρίζω
View word page
μεριστής
a divider

ShortDef

a divider

Debugging

Headword:
μεριστής
Headword (normalized):
μεριστής
Headword (normalized/stripped):
μεριστης
IDX:
55776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55777
Key:

Data

{'content': 'a divider'}