Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
μέρμηρα
View word page
μεριστέον
one must divide
ShortDef
one must divide
Debugging
Headword:
μεριστέον
Headword (normalized):
μεριστέον
Headword (normalized/stripped):
μεριστεον
IDX:
55775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55776
Key:
Data
{'content': 'one must divide'}